- γαρκινία
- (garcinia). Τροπικό δέντρο της οικογένειας των σταγονοφόρων ή γκουτιφόρων (δικοτυλήδονα). Ο καρπός του, με διάμετρο μέχρι 7 εκ., έχει σάρκα χυμώδη, κίτρινο-ροδόχρωμη, πολύ ευαίσθητη στις μεταφορές. Ο φλοιός χρησιμοποιείται ως φάρμακο κατά της δυσεντερίας. Η γ. ονομάζεται επιστημονικά γ. η μαγκοστάνα. Από ένα άλλο είδος γ., τη γ. μορέλα, εξάγεται η κομμεορητίνη που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, στη βαφική και στη ζωγραφική (ακουαρέλα) για το ωραίο κίτρινο-πορτοκαλί χρώμα που δίνει.
Dictionary of Greek. 2013.